- νειόθ'
- νειόθι , νειόθιat the bottomindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νειόθι — (Α) επίρρ. ιων. τ. 1. στο βάθος, βαθύτατα, κατά βάθος («δάκεν δὲ ἑ νειόθι θυμόν», Ησίοδ.) 2. κάτω, από κάτω («νειόθ ὑφισταμένην», Νίκ. Αλεξ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < νειός + επιρρμ. κατάλ. θι (πρβλ. κυκλό θι, ουρανό θι)] … Dictionary of Greek